Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Τελευταίος Σταθμός

Λίγες οι νύχτες με φανάρι που μ`αρέσουν
Λίγοι αυτοί που τις νύχτες με φεγγάρι και χωρίς ρεύμα θα αντέξουν
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, χωρίς ρεύμα, με απλήρωτο λογαριασμό, σπασμένα τζάμια, σπασμένα νεύρα, νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές και όλα τα σπρέντς,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση.
Ένα παρθένο δάσος άνεργων, αγανακτισμένων φίλων το μυαλό μας
Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει,
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο

μνημονιομνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για θύματα να μιλήσω για θύματα: ο Μιχάλης
που έφυγε μ' ανοιχτές πληγές απ' το πασοκονοσοκομείο
ίσως μιλούσε για θύματα όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το κουφάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. "Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε..."
Οι Έλληνες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσουν