Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Η Ξανθούλα

Την είδα την Ξανθούλα, την είδα ψες αργά
Στο μπάνιο, στην κουζίνα, να τραβάει τα μαλλιά
Να χτυπιέται και να δέρνεται από την απελπισιά
Γιατί θεέ μου,γιατί θεέ, να της συμβαίνουν όλα αυτά?

Λεφτά της έλεγε υπάρχουν και μάλιστα πολλά
Και αυτή πολλά τον πίστεψε διότι ήτανε ξανθιά
Και τώρα που σφίξαν τα λουριά και γίνανε όλα σκατά
Το πήρε απόφαση η τρελή να πάει στη ξενιτιά

Την είδα τη Ξανθούλα, την είδα ψες αργά
Που μπήκε στο κουρείο να βάψει τα μαλλιά
Τα έβαψε μαύρα και άραχνα και μαυρομαυριδερά
Για να ταιριάζουν ασσορτί με τη φτωχή καρδιά

Το πήρε απόφαση η τρελή πλέον οριστικά
Θα πάει να βρει την τύχη της σε ξένη αγκαλιά
Μακριά από τη μιζέρια την βαλκανοελληνικιά
Θα πάει σε χώρα γκλάμουρους, σε πόλη βορειοευρωπαικιά
Λαντζέρισσα θα γίνει ή μπιζού στους δρόμους θα πουλά
Βεσέ θα καθαρίζει ή λαθραία τσιγάρα θα διακινά
Τα πάντα όλα θα τα κάνει, δεν είν` ντροπή η δουλειά

Την είδα τη Ξανθούλα, την είδα ψες αργά
Να χαιρετάει συγγενείς, μητέρα και μπαμπά
Την είδα τη Ξανθούλα, την είδα ψες αργά
Να μπαίνει στο βαγόνι να πάει στη ξενιτιά

Την είδα τη Ξανθούλα, την είδα ψες αργά
Να μπαίνει στο βαγόνι να πάει στη ξενιτιά
Ήταν κουκλάρα,ήτανε σέκσι και ας μην ήτανε πια ξανθιά
Ο αποχαιρετισμός, τα κλάμματα και η θλίψη της ταιριάζαν φοβερά

Την είδα τη Ξανθούλα, την είδα ψες αργά
Να μπαίνει στο βαγόνι και μου ραγίστηκε η καρδιά
Κι έτσι πως έφευγε το τρένο, έφευγε από το σταθμό
Εδάκρυσαν οι συγγενείς, εδάκρυσαν οι φίλοι, έχυσα εγώ


Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Ο ΘΟΥΡΙΟΣ

Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά
στριμωγμένοι από κάρτες και καταναλωτικά;
Ως πότε παλλικάρια θα ζούμε στα μουγγά;
Σαν πρόβατα, σαν κότες, σαν ηλίθια ζωντανά;
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και κατοχή

Ως πότε παλλικάρια, θα ζούμε με δανεικά;
Στο ψέμα βουτηγμένοι και στη διαφθορά;
Καλύτερα μιας ώρας αληθινή ζωή
παρά σαράντα χρόνια ψεύτικη χλιδή

Ως πότε παλικάρια θα δουλεύουμε σαν σκυλιά;
Ως πότε θα μας δουλεύουν τα ντόπια και ξένα αφεντικά;
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη και υγιή ζωή
παρά σαράντα χρόνια στην επιτήρηση και στην εντατική

Ως πότε παλικάρια θα ζούμε έτσι δα;
σαν βρόμικα γουρούνια, σαν πρόβατα ζαβά;
Σε σπιτόκουτα να ζούμε, κολλημένοι στα γυάλινα χαζοκουτιά
Να νομίζουμε πως ζούμε και να έχουμε σκλαβιά;

Τι ωφελεί κι αν ζεις με χρέη και δανεικά;
Στοχάσου πως δεν υπάρχει χειρότερη σκλαβιά.
Αθήνα και Βρυξέλλες και τράπεζες όπου γης
Δεν σ`αφήνουνε ποτέ άσπρη μέρα για να δεις

Τι σ`ωφελεί κι αν ζεις γεμάτος χρέη, γεμάτος δανεικά
χωρίς χρήματα στα χέρια, χωρίς χρόνο για τα απλά;
Δουλεύεις όλη μέρα και κάνεις ό,τι κι αν σου πούν
Αυτοί όμως πασχίζουν πάλι το αίμα σου να πιουν
Ανδρείοι νοικοκυραίοι, γενναίες νοικοκυρές
Παπάδες, δικηγόροι και τηλεπαρουσιαστές
Αγρότες, ταξιτζήδες, δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιωτικοί
Κομμώτριες, μοντέλα, εργάτες, οικοδόμοι, υδραυλικοί
Φουρνάρηδες, μανάβηδες, κρεοπώλες και γιατροί
Άντρες, γυναίκες, στρέιτ και γκέι, ξένοι και Ρωμιοί
Δουλειές και σπίτια χάνουν μέσα σε μια στιγμή

Ως πότε παλικάρια θα τ`αντέχουμε όλα αυτά;
Ως πότε το ψάρι θα μας ψήνουν στα χείλη τα στεγνά;
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή
Παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και κατοχή!





ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

                                     (γραμμένο πέρυσι τέτοια εποχή, με αφορμή την προσφυγή στο ΔΝΤ)

Σε γνωρίζω από την μείωση των μισθών τη φοβερή
Σε γνωρίζω απ` την ξεφτίλα και την ντροπή την τρομερή
Αχ! Τα κόκαλα πως τρίζουν των Ελλήνων τα ιερά
Ντροπιασμένη, ατιμασμένη, χαίρε ω χαίρε Ανελευθεριά!

Σε γνωρίζω απ` την κόψη του σπαθιού την τρομερή
Που με βία κόβει δώρα, μισθούς, και ό,τι άλλο βρει
Απ` τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά
Ήσουν κάποτε αντρειωμένη Ελληνίδα Ελευθεριά

Απ`τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά
Μεταλλάχτηκες και πρόδωσες τα χρόνια τα παλιά
Εβουτήχθηκες στα χρέη και στη διαφθορά
Το έπαιζες πλούσια Ευρωπαία και Αρχοντομεσογειακιά!
Πουλούσες μούρη και ξεπουλιόσουν με ξένα δανεικά

Κι επεράσανε τα χρόνια, επεράσαν οι καιροί
κι ήλθε γρήγορα μια μέρα που έμεινες με το βρακί
Εσυνέχισες ακάθεκτη το ίδιο το βιολί
στηριζόμενη σε Ευρώπη και σε Αμερική

Σε δανεικά παλάτια κατοικούσες
Και γλεντούσες βράδυ πρωί
Κι ένα στόμα καρτερούσες
«Έλα, σού`χω κι άλλο δάνειο» να σου πει

Άργειε να`λθει εκείνη η μέρα
Κι ήταν όλα σιωπηλά
Βουτηγμένα μές στα σκάνδαλα,
βυθισμένα στα σκατά

Άργειε να`λθει εκείνη η μέρα
Κι ήταν όλα ασφυκτικά
Όλη η χώρα μές στα χρέη,
όλοι μες στα δανεικά

Κι όσο πέρναγαν οι μέρες
χωρίς βοήθεια καμιά
Τόσο φούσκωναν τα χρέη,
τόσο και η απελπισιά

Δυστυχής!  Παρηγορία
μόνη σου έμεινε να λές
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις

Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει
Φιλοευρωπαική λαλιά
Ένα κτύπαε το άλλο χέρι
από την απελπισιά

Κι έλεες, πότε, αχ  πότε βγάνω
πάνω απ` το κεφάλι τα χρέη μου και τις πιστωτικές
Κι αποκρίνοντο από πάνω,
Κλάψες, φοβέρες, κατάρες και απειλές

Τότε σήκωνες το βλέμμα
Μες στα κλάματα θολό
και στα ρούχα σου έσταζε αίμα
Πλήθος αίμα ελληνικό

Με τα ρούχα ματωμένα
Έβγαινες κρυφά και φανερά
Να γυρεύεις εις τα ξένα
Άλλα χέρια δυνατά

Μοναχή το δρόμο πήρες
Εξανάλθες μοναχή
Δεν είναι εύκολες οι θύρες
όταν η χρεία τες κουρταλεί
Αλί αλί και τρισαλί

Άλλος σου έκλαψε στα στήθεια,
αλλά ανάσαση καμιά
Άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φριχτά

Αλλοι, οιμέ, στη συμφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ
«σύρε να`βρεις τα παιδιά σου!
Σύρε!» έλεγαν οι σκληροί

«Τράβα ζήτα απ` τα παιδιά σου
Πάρ` τους τα δώρα και το μισθό
Αν θές να λέγεσαι Ευρωπαία
Βάλ` το μαχαίρι στο λαιμό»

Κι εσύ έτρεξες αμέσως
Να κάνεις αυτά που σού`χαν πει
Τα πήρες όλα, τα γκρέμισες όλα,
σε μια μέρα σε μια στιγμή
Τα έχεσες όλα, τα έχασες όλα
σε μία Τετάρτη, σε ένα πρωί

Σε γνωρίζω από την στάση του κορμιού σου την σκυφτή
Σε γνωρίζω από την όψη του προσώπου τη φαιδρή
Σε γνωρίζω απ` τη δακρύβρεκτη την υποκριτική
Σε γνωρίζω από τη στάση σου την υποτακτική

Απ` τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά
χιλιοξεκοκκαλιασμένη απ` τα ανίερα θεριά
Χαίρε, άχ, χαίρε για πάντα Λευτεριά!

Απ` τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά
Ήσουν κάποτε αντρειωμένη, ήσουνα Ελευθεριά
Απ`τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά
Βρέθηκες σε ξένα χέρια και σε ξένη αγκαλιά
Στο καλό Ελευθερία! Χαίρε! Αντίο Λευτεριά.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

ΑΡΝΗΣΗ

Στο περιγιάλι το Ειρηνικό
και αγνό σαν περιστέρι
Διψάσαμε για χρήμα ένα μεσημέρι
Και υψώσαμε αντιδραστήρα πυρηνικό

Πάνω στο ρήγμα το βαθύ
Γράψαμε στ` αρχίδια το όνομά Της
Μοιραία ξεφύσηξε ο Εγκέλαδος βαθιά στα έγκατά της
Και σείστηκε ολόκληρη η μάνα γη

Με τι μυαλό με τι ψυχή
Τι αίσχος και τι θράσος
Πήραμε τη ζωή μας λάθος
Κι αλλάξαμε τη μέρα,αλλάξαμε τον άξονα,αλλάξαμε τη γη


Με τι μυαλό με τι ψυχή
Τι αίσχος και τι θράσος
Πήραμε αμπάρριζα όλη τη ζωή μας λάθος
Γαμήσαμε την μάνα μας τη γη
Γαμήσαμε την ίδια τη ζωή